χριστιανομάχος

χριστιανομάχος
ο
εχθρός του χριστιανισμού, αυτός που μάχεται το χριστιανισμό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χριστιανομάχος — ο, Ν εκκλ. πολέμιος τού χριστιανισμού, αντίπαλος τών χριστιανών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χριστιανός + μάχος (< μάχομαι), πρβλ. ἀνδρο μάχος] …   Dictionary of Greek

  • μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”